Σε ένα ενδεχόμενο νέου μεγάλου σεισμού στη Θεσσαλονίκη , οι επιπτώσεις και οι ζημίες θα είναι και πολύ μεγαλύτερες από αυτές που καταγράφηκαν το 1978.
Αυτή την επισήμανση έκαναν επιστήμονες και μηχανικοί από το ΑΠΘ, το ΙΤΣΑΚ και το ΤΕΕ στη διάρκεια μιας επετειακής εκδήλωσης για τη συμπλήρωση 40 χρόνων από το μεγάλο σεισμό της Θεσσαλονίκης.
Ο καθηγητής Γεωμηχανικής του ΑΠΘ Κυριαζής Πιτιλάκης, τόνισε ότι πρέπει να περιμένουμε και να σχεδιάσουμε για έναν σεισμό που θα είναι μεγαλύτερος από αυτόν του 1978, και πρόσθεσε ότι το ζήτημα της πολιτικής προστασίας του πολεοδομικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης ανήκει στην πολιτεία, η οποία είναι ήδη ενήμερη για τις μελέτες που έχουν γίνει και αφορούν για το είδος και το μέγεθος των ζημιών, τα προβλήματα που θα προκύψουν στην υδροδότηση, στις συγκοινωνίες, στο λιμάνι, αλλά και σε ανθρώπινες ζωές.
«Σε ότι αφορά τις υποδομές και τον δομικό ιστό της πόλης έχουν γίνει διάφορες μελέτες, οι οποίες έχουν φτάσει σε μία σειρά από αποτελέσματα, που δίνονται σε επίπεδο χαρτών για το πού θα γίνουν ζημιές, πόσες θα είναι – πόσα θα είναι τα κίτρινα σε ποσοστό, πόσα τα κόκκινα – ανά περιοχές, που θα έχουμε προβλήματα στην ύδρευση, που θα σπάσουν αγωγοί, ποιες γέφυρες θα έχουν προβλήματα μικρά ή μεγάλα, τι θα γίνει στο λιμάνι κοκ. Αυτά έχουν κατατεθεί, οπωσδήποτε υπάρχουν κάποιες αβεβαιότητες γιατί η κάθε μελέτη γίνεται με κάποιες υποθέσεις. Ο μελλοντικός σεισμός της Θεσσαλονίκης θα είναι μεγαλύτερος από το 1978, ή τουλάχιστον πρέπει να περιμένουμε και να σχεδιάσουμε για έναν σεισμό που θα είναι μεγαλύτερος. Δεν ήταν τόσο μεγάλος ο σεισμός εκείνος από άποψη καθαρά σεισμολογικών χαρακτηριστικών. Επομένως με τις μελέτες που υπάρχουν και στηρίζονται ακριβώς σε μία πιο καλή γνώση για το τι περιμένουμε, θα έχουμε ζημιές. Εφόσον είναι γνωστές οι ζημιές περίπου, με όποιο βαθμό αβεβαιότητας, η πολιτεία αυτό που πρέπει να κάνει είναι να πάρει τις μελέτες αυτές και να δει πως μπορεί να βελτιώσει προσεισμικά τόσο τις υποδομές όσο και κάποια κρίσιμα κτίρια, όπως σχολεία» είπε χαρακτηριστικά.
Ο κ.Πιτιλάκης, δήλωσε, ότι το ρήγμα του Ανθεμούντα (κοντά στην Περαία) θα πρέπει να μας φοβίζει περισσότερο από αυτό του 1978 (ρήγμα Βόλβης), αφού βρίσκεται πιο κοντά στην Θεσσαλονίκη, ενώ εκτίμησε ότι το ενδεχόμενο μεγαλύτερου σεισμού μπορεί να προκαλέσει καθιζήσεις έως και 30 εκατοστά στο λιμάνι και στην περιοχή του Καλοχωρίου.
Ο καθηγητής Γεωφυσικής του ΑΠΘ, Κώστας Παπαζάχος, τόνισε ότι γνωρίζουμε την σεισμικότητα στην περιοχή, τι κινδύνους δημιουργεί, τι επιπτώσεις θα έχει στην πόλη, τι σεισμικές κινήσεις πρέπει γίνουν και πως πρέπει να χτίσουμε την πόλη, ωστόσο, υστερούμε σημαντικά στην προεπένδυση για τη μείωση των επιπτώσεων ενός σεισμού.
Ο πολιτικός μηχανικός και ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ, Γιώργος Πενέλης, θύμισε στην αρχή της εκδήλωσης ότι ο σεισμός του 1978 ήταν μεγέθους 6,5 βαθμών και σημειώθηκε 20 χιλιόμετρα ανατολικά της Θεσσαλονίκης (Βόλβη) σε εστιακό βάθος 8 χλμ, ενώ καταγράφηκε από τον επιταχυνσιογράφο που βρισκόταν στο ξενοδοχείο City – έναν από τους τέσσερις που διέθετε τότε η χώρα. Την εποχή εκείνη η πόλη είχε 66.000 κτίρια, εκ των οποίων το 65% κατασκευασμένα από οπλισμένο σκυρόδεμα. Μετά τον σεισμό – που είχε 49 νεκρούς και 220 τραυματίες – το 4,5% των κτιρίων χαρακτηρίστηκαν κόκκινα και το 21% κίτρινα.