Κύριος αφηγητής στο ντοκιμαντέρ είναι ο γιος του Ρος, Στιβ, ο οποίος ξετυλίγει ένα απίστευτο κουβάρι επιχειρηματικής δραστηριότητας, αφέλειας και νομικής διαμάχης, η οποία κρατάει ως σήμερα.

Πώς και γιατί το όνομα του πατέρα του, το οποίο αξίζει τεράστια χρήματα, οι πίνακές του και η αχανής επιχειρηματική δραστηριότητα που υπάρχει ακόμη πίσω από αυτό, βρέθηκαν σε χέρια εκτός της οικογένειας;

Καθώς η ιστορία προχωράει, γίνεται φανερό ότι όσο ο Ρος ζωγράφιζε «για να κάνει τον κόσμο να χαμογελάει», τόσο οι άνθρωποι τους οποίους εμπιστεύθηκε με το πιο δύσκολο για τον ίδιον κομμάτι -το επιχειρηματικό- είχαν εξαρχής ένα ευφυές σχέδιο εκμετάλευσης του ονόματος και του χαρίσματός του, το οποίο όμως περιοριζόταν στους ίδιους. Ο γιος του, ζωγράφος και ό ίδιος, προσπαθεί εδώ και χρόνια να ανακτήσει τα δικαιώματα της χρήσης του ονόματος του πατέρα του, χωρίς επιτυχία.

Το όνομα Μπομπ Ρος εξακολουθεί να βγάζει εκατομμύρια, χωρίς κανείς από την οικογένειά του να έχει δικαίωμα ούτε σε ένα σεντ…

Ο σκηνοθέτης, Τζόσουα Ροφέ ομολόγησε ότι δεν ήξερε πού θα οδηγούσε η ιστορία στην αρχή. «Αρχίσαμε να απευθυνόμαστε σε άτομα που γνώριζαν τον Ρος, ανθρώπους που συνεργάστηκαν μαζί του. Και δύο πράγματα εμφανίζονταν κάθε φορά» είπε ο Ροφέ. «Το ένα ήταν ότι όλοι τον αγαπούσαν και τους έλειπε. Αλλά, όλοι φοβόντουσαν να μιλήσουν δημόσια για τον Μπομπ, φοβούμενοι κάποιο νομικό αντίποινο ή αντίποινα από κάποιον που δεν ήθελαν να κατονομάσουν».

«Ήθελα πολύ να μάθω το γιατί» εξήγησε ο σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ. «Και ήθελα να καταλάβω τι συνέβαινε στη ζωή του Μπομπ πέρα από εκείνα τα 30 λεπτά της τηλεοπτικής του εκπομπής, που σε ηρεμούσαν όταν την παρακολουθούσες».

Κάπως έτσι ξεκίνησε η κινηματογράφιση αυτού που επρόκειτο αρχικά να είναι μια βιογραφία και τελικά έγινε η καταγραφή μιας απίστευτης ιστορίας χειρισμού και ελέγχου του έργου ενός ανθρώπου αλλά και της δημόσιας εικόνας του.