«Η πρόσφατη μείωση του κατώτατου μισθού κατά 22% στα πλαίσια της εσωτερικής υποτίμησης και της ανόδου της Ανταγωνιστικότητας της χώρας, πέραν της ικανοποίησης που προσέφερε στους Ευρωπαίους Εταίρους μας, δημιούργησε και μερικά αυτονόητα ερωτηματικά ως προς τη γενικότερη αποτελεσματικότητα του παραπάνω μέτρου σε σχέση με την επιδιωκόμενη ανάπτυξη.
Την τελευταία διετία το φάντασμα της ανάπτυξης πλανάται πάνω από σωρεία μέτρων λιτότητας, φοροαφαίμαξης, μαζικών απολύσεων στον ιδιωτικό τομέα και, εν τέλει, συρρίκνωσης του φορολογικού προϊόντος και πραγματικής μείωσης των εσόδων του κράτους, με αποτέλεσμα ο φαύλος κύκλος να επαναλαμβάνεται σε εφαρμογή μιας λάθος «συνταγής», στην οποία οι Εταίροι μας φαίνεται ανεξήγητα να επιμένουν και οι Έλληνες συνομιλητές τους στωικά να αποδέχονται.
Χρειάστηκε η κατάσταση να φτάσει σε αδιέξοδο για να θυμηθούν οι τεχνοκράτες καθοδηγητές μας, επί τέλους, τη μαγική λέξη «ανάπτυξη». Ανάπτυξη πως ; Δια της επιβολής της – παντός καιρού – συνταγής της μείωσης του εργατικού κόστους, ως πανάκειας για την αύξηση της Ανταγωνιστικότητας και των Επενδύσεων.
Ωστόσο, όποιος έχει μπει στην περιπέτεια του «επιχειρείν» στη χώρα μας γνωρίζει πολύ καλά ότι το πρόβλημα της απροθυμίας των εγχώριων και ξένων επιχειρηματιών να τοποθετηθούν στην Ελλάδα δεν οφείλεται τόσο στο κόστος της εργασίας, όσο στις αγκυλώσεις και τις στρεβλώσεις του δημόσιου τομέα που διαχρονικά αποτελούν την τροχοπέδη κάθε καλοπροαίρετου επενδυτή. Βεβαίως, η ελαστικότητα στους όρους εργασίας, η μείωση του ασφαλιστικού κόστους, η μείωση του μέσου όρου των μισθών – ως αποτέλεσμα της αύξησης της προσφοράς εργασίας – και η αποδυνάμωση των συλλογικών και κλαδικών συμβάσεων, αφαίρεσαν αρκετά βάρη από τον εργοδότη και έκαναν τις επενδύσεις πιο ελκυστικές. Δεν έλυσαν, όμως, το κυριότερο πρόβλημα : την παντοδύναμη γραφειοκρατία, την ασάλευτη ηγεμονία του άρρωστου ελληνικού δημοσίου, που επί σειρά δεκαετιών – ίσως και από ιδρύσεως ελληνικού κράτους – απομυζά κάθε υγιή πόρο και κάθε φιλόδοξη επιχειρηματική προσπάθεια στη χώρα.
Οι στρεβλώσεις της ελληνικής δημόσιας διοίκησης έχουν σαφέστατα πολιτικό πρόσημο, ξεκινώντας από τη διαπλοκή κομματικού συστήματος – ψηφοφόρων, την οικειοποίηση των δημοσίων πόρων ως ανταμοιβή στους πρόθυμους (διορισμοί), τη συνακόλουθη υπερδιόγκωση του κράτους – εργοδότη και τη δημιουργία ενός δεύτερου, παράλληλου, μη αξιοκρατικού πόλου εξουσίας, αυτής των δημοσίων λειτουργών. Οι τελευταίοι, με σύμμαχο ένα παράλογο, αλληλοεπικαλυπτόμενο αλλά και αλληλοαναιρούμενο πλέγμα Νόμων, κτίζουν το τείχος της γραφειοκρατίας εναντίον κάθε καινοτομικής και εκσυγχρονιστικής προσπάθειας που θα ανέτρεπε την παντοδυναμία τους, καθιστώντας τον πολίτη όμηρο ενός παγιωμένου συστήματος που ευνοεί τη μαύρη οικονομία, το χρηματισμό και τη διαφθορά.
Συνεπίκουρη στην χαώδη αυτή κατάσταση της ελληνικής δημόσιας διοίκησης έρχεται η ανεπάρκεια της Ελληνικής Δικαιοσύνης, της οποίας οι ρυθμοί και η αποτελεσματικότητα αποθαρρύνουν κάθε επίδοξο επενδυτή. Οι ίδιοι οι λειτουργοί της Δικαιοσύνης μπορεί να μην ευθύνονται άμεσα για την ολιγωρία του συστήματος, το αποτέλεσμα, όμως, δημιουργεί τεράστιες δυσλειτουργίες στην επιχειρηματικότητα. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς τις πολύχρονες καθυστερήσεις στα δημόσια έργα λόγω εντάσεων στις απαλλοτριώσεις, τις χρονοβόρες προσφυγές δημόσιων οργανισμών (δασαρχείων, αρχαιολογικής υπηρεσίας, Δήμων κ.λ.π.) εναντίων μεγάλων ιδιωτικών έργων, τις υπερδεκαετείς διαδικασίες διεκδίκησης ιδιωτικών και δημόσιων αποζημιώσεων, χρεών, φορολογικών ρυθμίσεων.
Αυτονόητο είναι το ερώτημα , «γιατί να επενδύσει κανείς στην Ελλάδα» ;»
Γιατί να επενδύσει κανείς σε μία χώρα που απαιτεί 3-6 μήνες για την άδεια έναρξης μιας επιχείρησης, που εισάγει 16 νέα Φορολογικά Νομοσχέδια σε μία διετία, που φορολογεί τα Εταιρικά Μερίσματα 40%, που ανέχεται οι πολεοδομίες να κάνουν 2-3 έτη για να εκδώσουν μια οικοδομική άδεια. Μια χώρα που, εν έτει 2012, δε διαθέτει on line σύστημα στις εφορίες και στα υποθηκοφυλακεία, δεν έχει ακόμα αποκτήσει Κτηματολόγιο, δεν καταφέρνει καν να εκταμιεύσει τα – κατά 95% επιδοτούμενα – κονδύλια του ΕΣΠΑ.
Δεν πρόκειται λοιπόν, η Ανάπτυξη να επιτευχθεί μόνο με τη φθηνή αγορά εργασίας. Ο υποψήφιος επενδυτής εξετάζει μια σύνθεση παραμέτρων (πολιτική σταθερότητα, γεωπολιτική θέση, πιστώσεις, παραγωγικότητα, φορολογικό σύστημα, δείκτες εγκληματικότητας, δείκτες απεργιών κ.α.) προκειμένου να δεσμεύσει τα κεφάλαια του. Κυρίως όμως συνεκτιμά την ύπαρξη ενός φιλικού προς τον επενδυτή Κράτους. Και αυτή την εικόνα η χώρα μας, δεν έχει, μέχρι στιγμής καταφέρει, να τη δώσει προς τα έξω. Το ερώτημα είναι εάν δεν μπορεί ή εάν δεν θέλει….